- αἰθέρων
- αἰθήρethermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰθέρων — αἰθήρ ether masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
ЭФИР — (греч. ?? ?? верхние слои воздуха) 1) термин др. греч. философии, один из элементов, т. н. пятая субстанция (после земли, воды, воздуха и огня). см. Квинтэссенция. 2) Э. миpовой, световой Э., гипотетич. всепроникающая… … Философская энциклопедия
μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων … Dictionary of Greek
φαινυλικός — ή, ό, Ν χημ. ονομασία οργανικών ενώσεων, ιδίως αιθέρων ή εστέρων, που περιέχουν την ρίζα τού φαινυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylic < phenyl (βλ. φαινύλιο)] … Dictionary of Greek
αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες … Dictionary of Greek
Λα Φρενέ, Ροζέ ντε- — (Roger de La Fresnaye, 1885 – 1925). Γάλλος ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην ακαδημία Ζιλιάν, όπου διδάχτηκε κυρίως την αρμονία των χρωματικών συνδυασμών και τόνων. Τα πρώτα του έργα μαρτυρούν την επίδραση του Σεζάν και αργότερα των εκπροσώπων… … Dictionary of Greek